- τσιλιαδόρος
- οθηλ. -όρα και -όρισσα αυτός που φυλάει τσίλιες (βλ. λ.), ο φρουρός, ο σκοπός, το καραούλι σε ύποπτες επιχειρήσεις κακοποιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιλιαδόρος — ο, Ν αυτός που κρατάει τσίλιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίλια + κατάλ. δόρος (πρβλ. σαλτα δόρος)] … Dictionary of Greek